Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἡ ἀμφίῤῥυτος

См. также в других словарях:

  • ἀμφίρρυτος — flowed around masc/fem nom sg ἀμφίρυτος flowed around masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφίρρυτον — ἀμφίρρυτος flowed around masc/fem acc sg ἀμφίρρυτος flowed around neut nom/voc/acc sg ἀμφίρυτος flowed around masc/fem acc sg ἀμφίρυτος flowed around neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιρρύτοις — ἀμφίρρυτος flowed around masc/fem/neut dat pl ἀμφίρυτος flowed around masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιρρύτου — ἀμφίρρυτος flowed around masc/fem/neut gen sg ἀμφίρυτος flowed around masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιρρύτους — ἀμφίρρυτος flowed around masc/fem acc pl ἀμφίρυτος flowed around masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιρρύτῳ — ἀμφίρρυτος flowed around masc/fem/neut dat sg ἀμφίρυτος flowed around masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»